- κατάξερος
- -η, -οβλ. κατάξηρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάξερος — η, ο 1. ο πολύ ξερός: Τα χορτάρια είναι κατάξερα. 2. ολομόναχος: Τους έχασε όλους κι έμεινε κατάξερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάξηρος — και κατάξερος, η, ο (AM κατάξηρος, ον) εντελώς ξηρός νεοελλ. μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι») αρχ. 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ … Dictionary of Greek
απειρόδροσος — ἀπειρόδροσος, ον (Α) αυτός που δεν έχει δροσιστεί, ο κατάξερος … Dictionary of Greek
απόξερος — η, ο ο κατάξερος … Dictionary of Greek
διψολογώ — 1. διψώ συνεχώς, υποφέρω από δίψα 2. (για γη) είμαι κατάξερος, έχω ανάγκη ποτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίψα + λογώ < λόγος (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ)] … Dictionary of Greek
διψώ — ( άω) (AM διψῶ, άω Α και διψέω και διψήω) 1. αισθάνομαι δίψα 2. (για έδαφος) έχω ανάγκη αρδεύσεως, είμαι κατάξερος 3. επιθυμώ, ποθώ («διψασμένος για έρωτα», «οἱ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην») νεοελλ. παροιμ. «άμα η αυλή σου διψάει για νερό μην τό… … Dictionary of Greek
εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
κάταυχμος — κάταυχμος, ον (Μ) ξηρός από έλλειψη νερού, κατάξερος, που υποφέρει από έλλειψη νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐχμός «ξηρασία»] … Dictionary of Greek
καρφαλέος — καρφαλέος, α, ον (Α) 1. πολύ ξερός, κατάξερος (α. «ὡς δ ἄνεμος... ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ. β. «καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπίς... ἄϋσεν» η ασπίδα του έβγαλε ξερό, δηλ. οξύ ήχο, Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ξεραίνει κάτι («καρφαλέον πῡρ», Νίκ.).… … Dictionary of Greek